Το «ασφαλές ελληνικό καλοκαίρι» παρέμεινε τελικά μόνον state of mind – κάτι μεταξύ απόλυτης πολιτικής ψευδαίσθησης και απόλυτης κυβερνητικής υποκρισίας. Η ίδια ψευδαίσθηση και, κυρίως, η ίδια υποκρισία σαρώνει πια και τις υπεραισιόδοξες προβλέψεις του οικονομικού επιτελείου για ελεγχόμενη πτώση των τουριστικών εσόδων.
Ή άλλως, η κυβερνηση πληρώνοντας την δική της ανερμάτιστη πολιτική οδεύει στο φθινόπωρο έχοντας αποτύχει παταγωδώς και στα δύο μέτωπα που έθετε ως προτεραιότητα ο Κυριάκος Μητσοτάκης τον Ιούνιο με… φόντο το ηλιοβασίλεμα της Σαντορίνης: Ούτε τον τουρισμό και την οικονομία κατάφερε, έστω και στοιχειωδώς, να διασώσει, ούτε την δημόσια υγεία να προστατεύσει. Και το δόγμα της διπλής «ανοσίας της αγέλης», και στην οικονομική ύφεση και στην πανδημία του κοροναϊού, οδηγεί την κοινωνία σε έναν χειμώνα βαθιάς και ανεξέλεγκτης κρίσης χωρίς ορατό πολιτικό σχεδιασμό για την διαχείρισή της.
Στον τουρισμό, όλα εξελίχθηκαν με βάση το χειρότερο δυνατό σενάριο. Οι 6 με 8 εκατομμύρια τουρίστες που περίμενε ο… πάντοτε ανύποπτος υπουργός Τουρισμού Χάρης Θεοχάρης περιορίστηκαν μόλις στα 1,7 εκατομμύρια από τον Ιούλιο έως τα μέσα Αυγούστου. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος τα συνολικά ετήσια τουριστικά έσοδα θα φθάσουν φέτος, στην καλύτερη περίπτωση, στα 3,5 δις ευρώ από τα 18,2 δις που ήταν πέρσι. Τα ίδια στοιχεία δείχνουν ότι οι αφίξεις των τουριστών μειώθηκαν το πρώτο εξάμηνο κατά 76,9%, φθάνοντας μόλις στα 2,2 εκατομμύρια, έναντι 9,4 εκατ. την αντίστοιχη περίοδο του 2019.
Οι απώλειες από τις βασικές αγορές της χώρας ήταν συντριπτικές, με πλέον ενδεικτική την περίπτωση της Γερμανίας οπου καταγράφηκε πτώση 89,1%. Κοινώς, η περίφημη συμφωνία Θεοχάρη – Μητσοτακη με την TUI, χαριν της οποίας άνοιξαν ανεξέλεγκτα τα σύνορα χωρις τεστ κοροναϊού, πηγε περίπατο αφήνοντας πίσω της λουκετα σε τουριστικες επιχειρήσεις και χιλιαδες ανέργους.
Στα τουριστικά έσοδα, οι εισπράξεις στο εξάμηνο εμφάνισαν μείωση κατά 87,5% σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του 2019 και διαμορφώθηκαν στα 678 εκατομμύρια ευρώ. Σύμφωνα με τον Σύνδεσμο Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΣΕΤΕ) «η αρχική μας εκτίμηση για έσοδα από το εξωτερικό μεταξύ 4-5 δισ. ευρώ, δυστυχώς διαψεύδεται και ο πήχης πλέον έχει τοποθετηθεί στο επίπεδο των 3-3,5 δισ. ευρώ για όλο το 2020». Και σύμφωνα με την ανάλυση του ΔΝΤ η Ελλάδα, η Κόστα Ρίκα, το Μαρόκο, η Πορτογαλία και η Ταϊλάνδη είναι οι χώρες που θα πληγούν περισσότερο από τον κοροναϊό, καταγράφοντας απώλειες στα έσοδα από τον τουρισμό που θα ξεπεράσουν το 3% του ΑΕΠ.
Κατα αρκετούς αναλυτές αυτό είναι και το πιο ήπιο σενάριο. Οι τελευταίες πληροφορίες άλλωστε απο το οικονομικό επιτελείο αναφέρουν πως ακόμη και η ίδια η κυβέρνηση αναμένει πια ύφεση που στο τρίτο τρίμηνο είναι πιθανό να ξεπεράσει το 20%. Κατα τις ίδιες – συντηρητικές πάντοτε – εκτιμήσεις η ύφεση στο σύνολο του 2020 θα φτάσει στο 8% με 10%, το ΑΕΠ θα μειωθεί στα 172-175 δισ. ευρώ, το δημοσιονομικό έλλειμμα θα κινηθεί στα 15 δισ. ευρώ, το πρωτογενές έλλειμμα στα 5,5 δισ. ευρώ και το δημόσιο χρέος θα αυξηθεί πάνω από τα 340 δισ. ευρώ.
Μπροστά σ’ αυτούς τους αριθμούς, το υπουργείο Οικονομικών αναγκάζεται πια να στραφεί στο «μαξιλάρι» της κυβέρνησης Τσίπρα και των ταμειακών διαθεσίμων το οποίο εκτιμάται ότι σήμερα αθροίζει συνολικά περίπου 33 δις απο τα 37 δις που ήταν στις αρχές του χρόνου.
Και σ’ αυτή τη φάση όμως οι κυβερνητικές πρωτοβουλίες διαγράφονται διστακτικές και αποσπασματικές καθώς επικρατεί διπλός φόβος – ο φόβος αφενός μιας ύφεσης που θα είναι πιο βαθιά και μακρά απ’ ό,τι αρχικά ήλπιζε το Μαξίμου και, αφετέρου, της πραγματικότητας που λέει ότι τα ευρωπαϊκά κονδύλια απο το πακέτο των 32 δις δεν θα αρχίσουν να φθάνουν στην χώρα πριν απο το επόμενο καλοκαίρι.
Πρακτικά, αυτά σημαίνουν ότι σε πρώτο χρόνο η κυβερνηση θα αρκεστεί – και θα εξαγγείλει τις επόμενες μέρες – παράταση έως το τέλος του χρόνου των ημίμετρων διαχείρισης της κρίσης, όπως οι αναστολές συμβάσεων και πληρωμών στους κλάδους που πλήττονται περισσότερο.
Σε δεύτερο χρόνο, ο Κυριάκος Μητσοτάκης φέρεται να σχεδιάζει δυο μόνον εξαγγελίες φορολογικών ελαφρύνσεων απο την Θεσσαλονίκη, κι αυτές όμως με εφαρμογή από το 2021: Την μείωση των ασφαλιστικών εισφορών και της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης. Αντιθέτως, όπως έγραψε η Καθημερινή της Κυριακής, η σταδιακή κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος φαίνεται να παραπέμπεται στις καλένδες, καθώς η κυβερνηση δεν θέλει να έρθει σε σύγκρουση με του «φειδωλούς» ευρωπαίους εταίρους και τους κανόνες του Ταμείου Ανάκαμψης που δεν προβλέπουν δυνατότητες άμεσης χρηματοδότησης φορολογικών ελαφρύνσεων από το ευρωπαϊκό πακέτο των 32 δις ευρώ.
Με άλλα λόγια, η κυβερνηση Μητσοτάκη επιμένει σε μέτρα – ασπιρίνες ενώπιον μιας ιστορικής ύφεσης, την οποία η ίδια επέτεινε. Και αντί της «ανάπτυξης του 4%», της καθολικής μείωσης των φόρων και των «περισσότερων και καλύτερων θέσεων εργασίας» που υποσχόταν προεκλογικά στέλνει τώρα τον λογαριασμό της κρίσης στους ανέργους και τους ημιαπασχολούμενους.